πανώγραμμα

πανώγραμμα
το надпись (в верхней части чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πανώγραμμα" в других словарях:

  • πανώγραμμα — το βλ. επανώγραμμα …   Dictionary of Greek

  • πανώγραμμα — το επιγραφή ή διεύθυνση πάνω σε επιστολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • επανώγραμμα — και πανώγραμμα, το η διεύθυνση που γράφεται πάνω σε γράμμα ή δέμα …   Dictionary of Greek

  • επιγράφω — επέγραψα, επιγράφηκα και επιγράφτηκα, επιγραμμένος, μτβ. 1. γράφω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, χαράζω επιγραφή (ιδίως σε μνημείο). 2. δίνω τίτλο σε σύγγραμμα ή έργο του λόγου γενικά: Πώς επιγράφεις το ποίημά σου; 3. γράφω σε επιστολή το όνομα και τη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»